- αἰνίξασθαι
- αἰνίσσομαιspeakdarklyaor inf mpαἰνίζομαιaor inf mpαἰνίζωaor inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζημιωτής — ο (AM ζημιωτής) [ζημιώ] νεοελλ. αυτός που επιφέρει ζημιά, βλάβη μσν. ο δήμιος («πανδήμιον αἰνίξασθαί ποτε τὸν κοινὸν ζημιωτὴν», Ευστ.) αρχ. αυτός που επιβάλλει ποινή, τιμωρία … Dictionary of Greek